φίλος

φίλος
φίλος, η, ον, also ος, ον Pi.O.2.93: [[pron. full] : but Hom. uses the voc. φίλε with [pron. full] at the beginning of a verse, v. infr.].
I pass., beloved, dear, Il.1.20, etc.;

παῖδε φίλω 7.279

; freq. c. dat., dear to one,

μάλα οἱ φ. ἦεν 1.381

;

φ. ἀθανάτοισι θεοῖσι 20.347

, etc.: voc., φίλε κασίγνητε (at the beginning of the line) 4.155, 5.359; with neut. nouns,

φίλε τέκνον Od.2.363

, 3.184, etc.; but

φίλον τέκος Il.3.162

; also φίλος for φίλε ([dialect] Att., acc. to A.D.Synt.213.28),

φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189

, cf. 9.601, 21.106, al., Pi.N.3.76, A.Pr.545 (lyr.), E.Supp.277 (lyr.), Ar.Nu.1168(lyr.): gen. added to the voc.,

φίλ' ἀνδρῶν Theoc. 15.74

, 24.40;

ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc.460

(lyr.): as Subst.:
a φίλος, , friend, κουρίδιος φίλος, i.e. husband, Od.15.22; φίλοι friends, kith and kin,

νόσφιφίλων Il.14.256

;

τῆλεφίλων Od.2.333

, cf.6.287; φ. μέγιστος my greatest friend, S.Aj.1331; φίλοι οἱ ἐγγυτάτω, οἱ ἔγγιστα, Lys. 1.41 codd., Plb.9.24.2; after Hom. freq. with a gen.,

ὁ Διὸς φίλος A.Pr.306

; τοὺς ἐμαυτοῦ φ., τοὺς τούτων φ., Aeschin.1.47;

φ. ἐμός S.Ph.421

; τῶν ἐμε̄ν φ. ib.509;

τοὺς σφετέρους φ. X.HG4.8.25

: prov., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.EN1166a31;

κοινὰ τὰ τῶν φ. Pl.Phdr.279c

, cf. Arist.EN1159b31;

οὐθεὶς φ. ᾧ πολλοὶ φ. Id.EE1245b20

; also of friends or allies, opp. πολέμιοι, X.HG 6.5.48;

φ. καὶ σύμμαχος D.9.12

, etc.; of a lover, X.Mem.3.11.4 (in bad sense, Lac.2.13); φίλε my friend, as a form of courteous address, Ev.Luc.14.10, etc.; in relation to things,

οἱ μουσικῆς φ. E.Fr.580.3

;

ἀληθείας Pl.R.487a

;

τῶν εἰδῶν Id.Sph.248a

;

Χίους φ. ποιῆσαι Lys. 14.36

, etc.;

ποιεῖσθαι Luc.Pisc.38

;

κτᾶσθαι Isoc.2.27

, cf. Th.2.40;

φίλους τιθέντες τούς γε πολεμιωτάτους E.Hec.848

;

φίλῳ χρῆσθαί τινι Antipho 5.63

;

ἡμᾶς ἔχειν φίλους And.1.40

; for Hdt.3.49, v. φίλιος.
b φίλη, , dear one, friend,

κλῦτε, φίλαι Od.4.722

;

λόγοις ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην S.Ant.543

; of a wife, φίλην τινὰ ἄγεσθαι take as one's wife, Il.9.146
,288; ἡ Ξέρξου φ., of his mother, A.Pers.832; of a mistress, X.Mem.2.1.23, 3.11.16;

φίλην ποιήσασθαί τινα Antipho 1.14

.
c φίλον, τό, an object of love, τὸ φ. σέβεσθαι to reverence what the city loves, S.OC187 (lyr.): addressed to persons, darling,

φ. ἐμόν Ar.Ec.952

(lyr.); so φίλτατον ib. 970; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, dear ones, such as wife and children,
A.Pers.851, Eu.216, S.OT366, OC1110, E.Med.16: v. φίλτατος; τἀμὰ φίλα, τὰ σὰ φ., Id.Ion523 (troch.), 613.
d οἱ πρῶτοι φίλοι, a title at the Ptolemaic court, OGI99.3, PTeb.11.4 (ii B. C.), etc.; or simply

οἱ φ. τοῦ βασιλέως OGI100.1

; or οἱ φ. alone, ib. 115.4; τῶν φ. και διοικητοῦ one of the king's friends and dioecetes, PTeb.79.56 (ii B. C.).
2 of things, pleasant, welcome,

δόσις ὀλίγη τε φ. τε Od.6.208

, cf. Il.1.167
: c. dat. pers.,

αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη 5.891

, cf. Od.8.248, 13.295;

οὐ φίλα τοι ἐρέω Hdt.7.104

; δαίμοσιν πράσσειν φίλα their pleasure, A.Pr.660, cf. infr. 11.
b freq. as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι pleases me, it is after my own heart,

εἴ πού τοι φίλον ἐστί Od.7.320

; μὴ φ. Διὶ πατρὶ γένοιτο ib. 316, cf. Il.7.387;

εἰ τόδε πᾶσι φ. καὶ ἡδὺ γένοιτο 4.17

;

καί τοι φ. ἔπλετο θυμῷ Od.13.145

, etc.;

τοῦτο μὲν ἴτω ὅπῃ τῷ θεῷ φίλον Pl.Ap. 19a

: less freq. c. inf.,

οὐ μὲν Τυδέϊ γ' ὧδε φίλον πτωσκαζέμεν Il.4.372

;

πεφιδέσθαι ἐνὶ φρεσὶ φίλτερον ἦεν Τρώων 21.101

, cf. 24.334, Od. 14.378; so

ταῦτα δαίμονί κοω φίλον ἦν οὕτω γενέσθαι Hdt.1.87

, cf. 108, 4.97: rarely c. part., εἰ τόδ' αὐτῷ φιλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, A.Ag.161 (lyr.): agreeing with pl.,

αἰεί τοι τὰ κάκ' ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι Il.1.107

, cf. Od.17.15;

ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345

;

σοὶ δ' ἔργα φίλ' ἔστω μέτρια κοσμεῖν Hes.Op.306

.
c in Hom. and early Poets, one's own; freq. of limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.5.155, cf. 22.58;

κατεπλήγη φίλον ἦτορ 3.31

;

εἰς ὅ κε . . μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9.610

;

φίλον κατὰ λαιμόν 19.209

; esp. of one's nearest kin,

πατὴρ φ. 22.408

, Sapph.Supp.20a.11;

ἄλοχος φ. Il.5.480

: cf. φίλτατος: as a standing epith. when no affection is implied, μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ angry with his own mother, Il.9.555: simply to denote possession,

φίλα εἵματα 2.261

; φ. πόνος their wonted labour, Theoc.21.20.
d applied to the numbers 284 and 220, Iamb. in Nic.p.35P.
II less freq. (chiefly poet.) in act. sense, loving, friendly, Od.1.313, cf. Il.24.775: c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pi.N.5.8, cf. P.3.5: of things, kindly, pleasing,

φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς Il.17.325

; φίλα φρονέειν τινί feel kindly, Il.4.219;

φ. ἐργάζεσθαί τινι Od.24.210

;

φ. εἰδέναι τινί 3.277

; φ. ποιέεσθαί τινι deal with one in friendly fashion, do one a pleasure, Hdt.2.152, 5.37.
2 fond of a thing, attached to,

ἄλλων νόμων Arist.Fr.543

;

δειλίας φίλον Pl.R.604d

.
III Adv. φίλως, once in Hom., φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.4.347, cf. Hes. Sc.45, A.Ag.247(lyr.), [1591], etc.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, ib. 1581.
2 in a friendly, kindly spirit,

τήνδε τὴν πόλιν φ. εἰπών S.OC758

;

φ. δέχεσθαί τινα X.HG4.8.5

, cf. Pl.Epin. 988c.
IV φίλος has several forms of comparison:
1 [comp] Comp. φιλίων [pron. full] [λῐ], ον, gen. ονος, Od.19.351, 24.268: [comp] Sup. φίλιστος, η, ον, interpol. in S.Aj.842.
2 [comp] Comp. φίλτερος, [comp] Sup. φίλτατος, v. sub voce.
3 [comp] Comp.

φιλαίτερος X.An.1.9.29

, Call.Del.58: [comp] Sup.

φιλαίτατος X.HG7.3.8

, Theoc.7.98
.
4 regul. [comp] Comp.

φιλώτερος X.Mem.3.11.18

codd., Call.Fr.146.
5 also as [comp] Comp.,

μᾶλλον φίλος A.Ch.219

, S.Ph.886;

φ. μᾶλλον Thphr. CP6.1.4

; [comp] Sup.,

μάλιστα φ. X.Cyr.8.1.17

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φίλος — beloved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — η, ο 1. αγαπητός, προσφιλής: Η φίλη Γαλλία. 2. αυτός που αγαπάει κάποιον, ο προσηλωμένος σε κάτι. 3. ως ουσ., φίλος, ο, φίλη, η και φιλενάδα, η και φιλινάδα, η άτομο με το οποίο συνδέεται κανείς με αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και αφοσίωση: Του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… …   Dictionary of Greek

  • Φίλος του Νόμου — Εφημερίδα της Ύδρας. Το πρώτο φύλλο είναι της 10ης Μαρτίου 1824 και το τελευταίο της 29ης Μαΐου 1827. Στις 28 Απριλίου 1824 μετονομάστηκε Εφημερίς της Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας. Τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα …   Dictionary of Greek

  • Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία …   Dictionary of Greek

  • Ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Друзей много, да друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Знакомых тма, а друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”